ἀτίταλλε

ἀτίταλλε
ἀ̱τίταλλε , ἀτιτάλλω
rear
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀτιτάλλω
rear
pres imperat act 2nd sg
ἀτιτάλλω
rear
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀτίταλλ' — ἀ̱τίταλλε , ἀτιτάλλω rear imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀτίταλλε , ἀτιτάλλω rear pres imperat act 2nd sg ἀτίταλλε , ἀτιτάλλω rear imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεογιλός — ή, ό (Α νεογιλός, ή, όν) 1. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο νεογέννητος («καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος νεογιλὸν ἐόντα», Θεόκρ.) 2. (για τα δόντια) αυτός που φύεται πρώτος, πρωτοφυής, γαλαξίας («εἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”